|
|
Το WordReference δεν έχει τη δυνατότητα να μεταφράσει αυτή τη φράση, μπορείτε όμως να κάνετε κλικ σε κάθε λέξη για να δείτε τη σημασία της:
Η φράση που αναζητήσατε δεν βρέθηκε. Η εγγραφή για τον όρο swim παρατίθεται στη συνέχεια. Δείτε επίσης: fin
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: | Κύριες μεταφράσεις |
| swim⇒ vi | (move through water) | κολυμπάω, κολυμπώ ρ αμ |
| | I swam to the island yesterday. |
| | Κολύμπησα ως το νησάκι χτες. |
| swim n | (instance of swimming) | κολύμπι ουσ ουδ |
| | I go for a swim in the lake each morning. |
| | Κάθε πρωί πάω για κολύμπι στη λίμνη. |
| Επιπλέον μεταφράσεις |
| swim vi | literary, figurative (glide) | γλιστράω, γλιστρώ ρ αμ |
| | Fred Astaire could just swim across a room. |
| swim vi | figurative (float) | επιπλέω ρ αμ |
| | (καθομιλουμένη, μτφ) | κολυμπάω, κολυμπώ ρ αμ |
| | There was a dead bug swimming in my soup. |
| swim [sth]⇒ vtr | (cross by swimming) | διασχίζω κτ κολυμπώντας έκφρ |
| | (από ένα σημείο σε άλλο) | κολυμπάω, κολυμπώ ρ αμ |
| | Didn't somebody swim the English Channel last summer? |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: Phrasal verbs
|
| swim across [sth] vtr phrasal insep | (river, etc.: traverse by swimming) | διασχίζω κολυμπώντας ρ μ + μτχ ενεστ |
| | (λιγότερη ακρίβεια) | διασχίζω ρ μ |
| | It takes huge stamina to swim across the English Channel. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
|
|